μάκρωνα

μάκρωνα
μάκρων
longhead
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • MACRONA — apud Anastasium Bibliothecar. in Leone III. Macronum vero ipsius Lateranensis Patriarchii, quae extenditur a campo et ultra imagines Apostolorum restauravit, porticus videtur esse aut solarium in longum porrectum, testudinatum et cameratum, quasi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Ενία Νεβία — (1ος αι. μ.Χ.). Σύζυγος του αρχηγού των πραιτοριανών, Μάκρωνα, επί αυτοκρατορίας Τιβέριου (14 37 μ.Χ.). Υπήρξε ερωμένη του Καλιγούλα, ο οποίος, στην προσπάθειά του να ανέλθει στον θρόνο, της υποσχέθηκε πως θα την παντρευόταν αν έπειθε τον σύζυγό… …   Dictionary of Greek

  • Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”